- περιβασώ
- -οῡς, ἡ, Ααυτή που περπατά γύρω γύρω, που τριγυρίζει2. (ως άσεμνος χαρακτηρισμός) (για την Αφροδίτη στο Άργος) ανοικτοσκελής, αυτή που ανοίγει εύκολα τα πόδια της3. συνεκδ. γυναίκα εύκολη, πόρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιβασ- τού περιβαίνω (πρβλ. περίβασις) + κατάλ. -ώ (πρβλ. Κλωθ-ώ)].
Dictionary of Greek. 2013.